- υφυπουργείο
- το, Ν1. κεντρική δημόσια υπηρεσία που έχει επικεφαλής τον υφυπουργό και ασχολείται με έναν τομέα θεμάτων που υπάγονται σε ένα υπουργείο2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων τού υφυπουργού.[ΕΤΥΜΟΛ. < υφυπουργός. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφυπουργεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Κ. Α. Παλαιολόγο].
Dictionary of Greek. 2013.